- ανειμία
- (aneimia). Επιστημονική ονομασία γένους πτεριδοφύτων της οικογένειας των σχιζεϊδών με περίπου 60 είδη, τα περισσότερα ιθαγενή των τροπικών χωρών και μερικά και των εύκρατων. Είναι φυτά νανοφυή, καλλωπιστικά, κυρίως για κλειστούς χώρους. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπορά.
Dictionary of Greek. 2013.